Τι είναι το «Πιστεύω» και γιατί τo Filioque διχάζει Καθολικούς και Ορθόδοξους
Το Σύμβολο της Πίστης και η ερμηνεία του έρχονται στην επικαιρότητα ενόψει της επίσκεψης του Πάπα Λέοντα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το Σύμβολο της Πίστεως ή «Πιστεύω» όπως γενικά έχει επικρατήσει να το λέμε για συντομία στην ορθόδοξη Εκκλησία είναι η θεμελιώδης ομολογία της χριστιανικής πίστης. Μαζί με την Κυριακή προσευχή το γνωστό «Πάτερ ημών» αποτελούν τις πλέον διαδεδομένες και γνωστές χριστιανικές προσευχές.
Το «Πιστεύω» άρχισε να καταρτίζεται στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ.. Στην πρώτη χριστιανική σύνοδο συντάχθηκαν οι πρώτοι επτά κανόνες του, ενώ οι υπόλοιποι πέντε συντάχθηκαν στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ.
Μπορεί οι πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας να ήθελαν το «Πιστεύω» να είναι η κοινή ομολογία πίστης των χριστιανών, ωστόσο στο πέρασμα των αιώνων το Σύμβολο της Πίστης αποτέλεσε (και αυτό) πεδίο διχασμού, ερμηνειών και παρερμηνειών.
Ορθόδοξοι και Καθολικοί από τον 11ο αιώνα βρίσκονται σε θεολογική αντιπαράθεση για τον τρόπο που το «Πιστεύω» περιγράφει, μεταξύ άλλων, τη σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η πρόσφατη πρόταση του Πάπα Λέοντα ΙΔ' για την παράλειψη του Filioque εκτιμάται ότι αποτελεί μείζονα χειρονομία συμφιλίωσης προς την Ορθοδοξία ενόψει της συνέχισης του διμερούς θεολογικού διαλόγου, η οποία όμως προκαλεί έντονες αντιδράσεις στους συντηρητικούς κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας.
Το Filioque που ενίσχυσε το Σχίσμα
Η κύρια θεολογική διαφορά μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού εντοπίζεται στη λατινική προσθήκη Filioque (που σημαίνει «και εκ του Υιού») στο Σύμβολο της Πίστεως.
Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας (325 μ.Χ.) καθόρισε το ομοούσιο του Υιού με τον Πατέρα για να αντιταχθεί στον Αρειανισμό, ενώ η Β' Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.) ολοκλήρωσε τη διδασκαλία για το Άγιο Πνεύμα, επιβεβαιώνοντας τη Θεότητά Του και τη λατρεία μαζί με τα άλλα δύο Πρόσωπα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται το αρχικό κείμενο της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 381 μ.Χ., όπου το Άγιο Πνεύμα «εκ του Πατρός εκπορεύεται» (Κανών 8). Η εκπόρευση γίνεται μόνο από τον Πατέρα, ο οποίος θεωρείται η μία πηγή της Θεότητας.
Μεταξύ του 8ου και του 11ου αιώνα, η Λατινική Δύση εισήγαγε σε λειτουργικά σύμβολα — όχι σε συνοδικούς κανόνες — την έκφραση «Filioque», για να τονίσει τη μοναδική θεία προέλευση του Αγίου Πνεύματος εντός της Αγίας Τριάδας. Αυτή η προσθήκη, η οποία εισήλθε στη ρωμαϊκή λειτουργία τον 11ο αιώνα, δημιούργησε μια διπλή πηγή, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός και εκ του Υιού» (ex Patre Filioque procedit), αλλοιώνοντας την αρχική δογματική ισορροπία της Τριάδας.
Η Ορθλοδοξη Ανατολή, μη έχοντας συμμετάσχει σε αυτήν την εξέλιξη, αμφισβήτησε τη κανονικότητά της, θεωρώντας την μονομερή παρέμβαση σε οικουμενικά κείμενα.
Αυτή η διαφορά αποτελεί βασικό δογματικό κώλυμα και θεωρείται από την Ανατολή ως μονομερής αλλοίωση ενός οικουμενικού κειμένου, συμβάλλοντας καθοριστικά στο Μεγάλο Σχίσμα του 1054 μ.Χ.
Στα τέλη του 17ου αιώνα, ειδικά στη Σκωτία και την Αγγλία, ορισμένοι Χριστιανοί εισήγαγαν τον λεγόμενο «πλατυδιπλοπισμό» (latitudinarianism), μια προσέγγιση που περιόριζε την πίστη σε «λίγα γενικά» άρθρα, θεωρώντας επαρκή την προσκόλληση στις πρώτες ομολογίες πίστεως για τη σωτηρία.
Αυτή η άποψη, η οποία θα αποτελούσε τη βάση μεταγενέστερων προσπαθειών οικουμενικού διαλόγου, καταδικάστηκε από τον Πάπα Πίο Θ' στον Syllabus of Errors (1864) ως επικίνδυνη παρέκκλιση, επειδή εκκένωνε τον πλούτο και την ακρίβεια της Καθολικής διδασκαλίας, αφήνοντας χώρο για ασαφείς ερμηνείες και απόψεις αντίθετες προς την αποκαλυφθείσα αλήθεια.